(αἰέν ἀριστεύειν)
Έτσι κι αποτολμήσεις να ξεναγηθείς στον κόσμο του διαδυκτίου να ξέρεις πως πρέπει να αφήσεις να πετάξουν οι Πήγασοι της φαντασίες σου και να καλπάσουν πάνω από αλήθειες, ψέματα και τρολιές, ασχήμιες και ομορφιές. Και ναι, δεν μπορούν σαν περιστέρια να σου φέρουν κλαδί ελιάς αλλά, σαν Πήγασοι θα βρουν τον Βελερεφόντη τους και θα σε ταξιδέψουν όπου θέλεις, απαλλαγμένος από επικίνδυνες Χίμαιρες. Χιλιάδες, αμέτρητα blogs για κάθε γούστο και πάσα επιθυμία. Αρκεί να γράψεις τι ζητάς, τι ψάχνεις.
Και κει στο πληκτρολόγιο χορεύουν τα δάχτυλά μου πάνω από πλήκτρα με την ένδειξη Ε-Λ-Λ-Α-Σ. Πριν προλάβω να πατήσω enter μούρχεται από την μηχανή αναζήτησης η πληροφορία και γεμίζει η οθόνη μπλε-άσπρο. Παίρνω βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια. Αμέσως φουσκώνουν τα πνευμόνια μου ιώδιο και ρίγανη, θυμάρι και μέντα. Φως και ουράνια μουσική, ελιά και πεύκο. Κι αν κατάφερνα να διώξω αυτό το βάρος από το στομάχι μου νομίζω πως θα ζούσα ατέλειωτους αιώνες περνώντας το DNA μου από γενιά σε γενιά πάνω σε μια απαράλλακτη διαδοχή χωρίς αλλαγή τοπίου. Το ίδιο ντεκόρ να αυτοεναλλάσεται απλά με τις ορέξεις των εποχών και πάντα με μαγευτικό αποτέλεσμα.
Την παινεύω, με παινεύω γιατί απλά είναι η Ελλάδα μου και είμαι ο Έλληνάς της. Είναι η σχέση μάνας παιδιού, σχέση ερωτευμένων, σχέση φίλων, σχέση ζωής. Πως μπορώ να την μισήσω, να πάψω να την αγαπώ. Κι αν στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου με ξεπουλάει δεν το κάνει αυτή. Κι αν με παίζει σαν μαϊμού δεμένη στην αλυσίδα με το ντέφι, και πάλι δεν είναι αυτή. Κι αν με πικραίνει αφάνταστα, δεν είναι αυτή. Κι αν με πετάει στην αρένα και με περιπαίζουν πάλι δεν είναι αυτή. Ποτέ δεν ήταν αυτή που έφταιγε. Για το κακό της μα και για το καλό της, πάντα εγώ ήμουν η αιτία.
Κι αν κρύβονται πίσω από τα θέλγητρά της όλα τα λαμόγια του κόσμου εγώ ήμουν αυτός που το επέτρεψε.
Κι αν την διαφεντεύουν, την υποκαθιστούν, την βιάζουν, εγώ είμαι αυτός που το άφησα να γίνει.
Κι αν ποτέ μου δεν πήρα το φραγγέλιο, εγώ ήμουν αυτός που μαζί με την πίστη μου ξέχασα πως ενήργησε ο Ιησούς με τους αγύρτες.
Κι αν γίναμε παιχνίδι στα χέρια των καιροσκόπων εγώ είμαι αυτός που τσίμπισα το δόλωμα με τα εύκολα λεφτά
Εγώ είμαι αυτός που τον κάθε σαλτιπάγκο βάφτιζα εθνοσωτήρα και τον έστελνα για να με καταστρέψει.
Εγώ είμαι αυτός που απλά παρατηρεί για να φωνάζει η σιωπή μου πως συναινώ.
Την βλέπω που την βασανίζουν, την κατεξευτελίζουν, την βιάζουν και απλά… την βλέπω. Και τελικά γίνομαι ο απαθής μάρτυρας του δικού μου βιασμού. Η μάνα αγαπάει όλα της τα παιδιά, και τα καλά και τα κακά. Κι εγώ δεν αγαπώ μήτε τον εαυτό μου.
Πατώ και ξαναπατώ enter. Οι σελίδες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα. Ποτάμι η γραφή μετατρέπεται από τον εγκεφαλικό μου επεξεργαστή σε λόγο και ταξινομείται μ’ ετικέτες και με τάξη στην μνήμη μου. Βάζω το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου και το νιώθω σαν σβούρα και μέσα της ανακατεύονται λέξεις, προτάσεις, έννοιες. Το βάρος στο στομάχι σαν σημαία με γυρνάει στην ίδια πάντα ετικέτα ΕΛΛΑΣ.
ΕΛΛΑΣ, φως, λιακάδα, θάλασσα, γαλάζιο, ομορφιά, ποίηση, φιλοσοφία, εξυπνάδα, ζωή.
ΕΛΛΑΣ, διαπλοκή, κλοπή, υπεξαίρεση, ατιμωρησία, μπάχαλο, ανομία.
Κάποτε παρατήρησα έναν οικονομικό μετανάστη, που έβριζε την χώρα μας για το χάλι της, γιατί δεν φεύγει να γλυτώσει. Άλλωστε, ποιος τον προσκάλεσε. Μου απάντησε πως ήρθε στον παράδεισο να τον γευτεί. Μόνο που τους καρπούς του παραδείσου τους τυλίγουν προσεκτικά και τους στέλνουν έξω, στις τράπεζες του κόσμου. Και δεν τους γευόμαστε ούτε εμείς οι γηγενείς.
Όχι, δεν κλαίμε! Χορεύουμε και τραγουδάμε. Σατυρίζουμε και περιγελάμε. Από Πάτρα μέχρι Ξάνθη. Ένας καρνάβαλος, ένας κλόουν. Έτσι ήμασταν πάντα; Παλιάτσοι; Ατραξιόν; Ή όλα γίνονται σε πείσμα αυτών που μας θέλουν νεκρούς και αυτόχειρες;
Είσ΄Έλληνας;
Τί προσκυνάς;
Σηκώσου απάνω!
Εμείς και στους θεούς ορθοί μιλούμε!
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Και κει στο πληκτρολόγιο χορεύουν τα δάχτυλά μου πάνω από πλήκτρα με την ένδειξη Ε-Λ-Λ-Α-Σ. Πριν προλάβω να πατήσω enter μούρχεται από την μηχανή αναζήτησης η πληροφορία και γεμίζει η οθόνη μπλε-άσπρο. Παίρνω βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια. Αμέσως φουσκώνουν τα πνευμόνια μου ιώδιο και ρίγανη, θυμάρι και μέντα. Φως και ουράνια μουσική, ελιά και πεύκο. Κι αν κατάφερνα να διώξω αυτό το βάρος από το στομάχι μου νομίζω πως θα ζούσα ατέλειωτους αιώνες περνώντας το DNA μου από γενιά σε γενιά πάνω σε μια απαράλλακτη διαδοχή χωρίς αλλαγή τοπίου. Το ίδιο ντεκόρ να αυτοεναλλάσεται απλά με τις ορέξεις των εποχών και πάντα με μαγευτικό αποτέλεσμα.
Την παινεύω, με παινεύω γιατί απλά είναι η Ελλάδα μου και είμαι ο Έλληνάς της. Είναι η σχέση μάνας παιδιού, σχέση ερωτευμένων, σχέση φίλων, σχέση ζωής. Πως μπορώ να την μισήσω, να πάψω να την αγαπώ. Κι αν στα σκλαβοπάζαρα του κόσμου με ξεπουλάει δεν το κάνει αυτή. Κι αν με παίζει σαν μαϊμού δεμένη στην αλυσίδα με το ντέφι, και πάλι δεν είναι αυτή. Κι αν με πικραίνει αφάνταστα, δεν είναι αυτή. Κι αν με πετάει στην αρένα και με περιπαίζουν πάλι δεν είναι αυτή. Ποτέ δεν ήταν αυτή που έφταιγε. Για το κακό της μα και για το καλό της, πάντα εγώ ήμουν η αιτία.
Κι αν κρύβονται πίσω από τα θέλγητρά της όλα τα λαμόγια του κόσμου εγώ ήμουν αυτός που το επέτρεψε.
Κι αν την διαφεντεύουν, την υποκαθιστούν, την βιάζουν, εγώ είμαι αυτός που το άφησα να γίνει.
Κι αν ποτέ μου δεν πήρα το φραγγέλιο, εγώ ήμουν αυτός που μαζί με την πίστη μου ξέχασα πως ενήργησε ο Ιησούς με τους αγύρτες.
Κι αν γίναμε παιχνίδι στα χέρια των καιροσκόπων εγώ είμαι αυτός που τσίμπισα το δόλωμα με τα εύκολα λεφτά
Εγώ είμαι αυτός που τον κάθε σαλτιπάγκο βάφτιζα εθνοσωτήρα και τον έστελνα για να με καταστρέψει.
Εγώ είμαι αυτός που απλά παρατηρεί για να φωνάζει η σιωπή μου πως συναινώ.
Την βλέπω που την βασανίζουν, την κατεξευτελίζουν, την βιάζουν και απλά… την βλέπω. Και τελικά γίνομαι ο απαθής μάρτυρας του δικού μου βιασμού. Η μάνα αγαπάει όλα της τα παιδιά, και τα καλά και τα κακά. Κι εγώ δεν αγαπώ μήτε τον εαυτό μου.
Πατώ και ξαναπατώ enter. Οι σελίδες εναλλάσσονται με καταπληκτική ταχύτητα. Ποτάμι η γραφή μετατρέπεται από τον εγκεφαλικό μου επεξεργαστή σε λόγο και ταξινομείται μ’ ετικέτες και με τάξη στην μνήμη μου. Βάζω το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου και το νιώθω σαν σβούρα και μέσα της ανακατεύονται λέξεις, προτάσεις, έννοιες. Το βάρος στο στομάχι σαν σημαία με γυρνάει στην ίδια πάντα ετικέτα ΕΛΛΑΣ.
ΕΛΛΑΣ, φως, λιακάδα, θάλασσα, γαλάζιο, ομορφιά, ποίηση, φιλοσοφία, εξυπνάδα, ζωή.
ΕΛΛΑΣ, διαπλοκή, κλοπή, υπεξαίρεση, ατιμωρησία, μπάχαλο, ανομία.
Κάποτε παρατήρησα έναν οικονομικό μετανάστη, που έβριζε την χώρα μας για το χάλι της, γιατί δεν φεύγει να γλυτώσει. Άλλωστε, ποιος τον προσκάλεσε. Μου απάντησε πως ήρθε στον παράδεισο να τον γευτεί. Μόνο που τους καρπούς του παραδείσου τους τυλίγουν προσεκτικά και τους στέλνουν έξω, στις τράπεζες του κόσμου. Και δεν τους γευόμαστε ούτε εμείς οι γηγενείς.
Όχι, δεν κλαίμε! Χορεύουμε και τραγουδάμε. Σατυρίζουμε και περιγελάμε. Από Πάτρα μέχρι Ξάνθη. Ένας καρνάβαλος, ένας κλόουν. Έτσι ήμασταν πάντα; Παλιάτσοι; Ατραξιόν; Ή όλα γίνονται σε πείσμα αυτών που μας θέλουν νεκρούς και αυτόχειρες;
Είσ΄Έλληνας;
Τί προσκυνάς;
Σηκώσου απάνω!
Εμείς και στους θεούς ορθοί μιλούμε!
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου