Ματιέσ στην τοπική ιστορία: Το λιμάνι και η ιστορία της παραλιακής Καλαμάτας
Το λιμάνι της Καλαμάτας βρίσκεται στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες με διάφορες αφορμές. Η απόπειρα να γίνει αποδεκτή μαρίνα στο χώρο του προλιμένα, η προσέγγιση των κρουαζιερόπλοιων, το σχέδιο ανάπτυξης (master plan επί το… ελληνικότερον) και μια σειρά ακόμη από θέματα απασχόλησαν την ειδησεογραφία. Το γεγονός αυτό δίνει την ευκαιρία για μια αναδρομή στην ιστορία του λιμανιού. Θα την κάνουμε με τη βοήθεια των κειμένων της Αναστασίας Μηλίτση-Νίκα και της Χριστίνας Θεοφιλοπούλου-Στεφανούρη, από το λεύκωμα για την Καλαμάτα το οποίο έχουν εκδώσει τα ΓΑΚ Μεσσηνίας. Την περίοδο μετά την Επανάσταση του 1821 η Καλαμάτα ήταν μια μικρή πόλη αλλά με πλούσια παραγωγή αγροτικών προϊόντων στην ενδοχώρα αλλά και βιοτεχνίες επεξεργασίας μεταξιού και δερμάτων ζώων. Οι εξαγωγές γίνονταν με μικρά πλοία που μπορούσαν να προσεγγίσουν την ακτή, ενώ πολλές φορές η προσέγγιση γινόταν στον Αλμυρό. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και η εξωστρέφεια της παραγωγής απαιτούσαν τεχνητό λιμάνι. Οι παράγοντες της Καλαμάτας και του Νησιού αποδύθηκαν σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα προλάβει να κατασκευάσει λιμάνι και να κυριαρχήσει στην εμπορική και βιομηχανική κίνηση. Κέρδισαν οι πρώτοι καθώς στο Νησί δημιουργήθηκαν ανυπέρβλητα προβλήματα με την εργολαβία και λιμάνι δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Εμειναν μόνο μια μεγάλη δημοτική έκταση (τα Λιμενικά που δυστυχώς έγιναν σκουπιδότοπος) και οι ογκόλιθοι (που εκποιήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980).
Επιστροφή στην Καλαμάτα και την ιστορία κατασκευής του τεραστίων διαστάσεων για την εποχή εκείνη δημόσιου έργου που πέρασε από τα χίλια κύματα για να ολοκληρωθεί, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου που προαναφέρθηκε:"Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η Παραλία της Καλαμάτας, δεν είχε αναπτυχθεί, όπως άλλωστε και των περισσότερων παραθαλάσσιων ελληνικών πόλεων που δε διέθεταν ακόμη τεχνητό λιμάνι. Η εικόνα της ήταν ενός πρωτόγονου τοπίου: μια απέραντη ερημική ακτή, γεμάτη λίμνες, τέλματα και άναρχη βλάστηση, που διαδέχονταν τα πλούσια περιβόλια στις νότιες παρυφές της πόλης.Στο φυσικό όρμο του "Παραλίου των Καλαμών" προσορμίζονταν πλοία τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ το χειμώνα λίγο ανατολικότερα, στον όρμο του Αλμυρού, που σημαίνει ότι έστω και με δυσκολία πραγματοποιούνταν όλες τις εποχές του έτους εμπορικές συναλλαγές.
Αυτός ήταν και ο κύριος λόγος που ήδη από τα υστεροβυζαντινά χρόνια -συγκεκριμένα το 1209- οι Φράγκοι επέλεξαν να καταλάβουν
το Κάστρο της Καλαμάτας, μιας και βρισκόταν "απάνω στον αιγιαλόν" και διέθετε και "λιμιώνα", δηλαδή λιμάνι.
Την ανάγκη κατασκευής λιμανιού έθεσαν για πρώτη φορά οι Καλαματιανοί έμποροι της δεκαετίας του 1850. Το απαιτούσαν οι καιροί. Ηταν απαραίτητο για την ανάπτυξη της ναυτιλίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας της πόλης. Την ευθύνη για την πραγματοποίηση του μεγάλου αυτού ονείρου επωμίστηκε η επόμενη γενιά, του 1860. Το πρώτο βήμα ήταν η ίδρυση του Λιμενικού Ταμείου το 1868. Το ίδιο έτος εγκρίθηκε το Σχέδιο της Παραλίας, και ταυτόχρονα το Δημοτικό Συμβούλιο, προκειμένου να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους για την κατασκευή, επέβαλε ειδικούς λιμενικούς φόρους τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εξαγόμενα προϊόντα. Το 1872, η Εφορευτική Επιτροπή ανέθεσε τη σύνταξη της σχετικής τεχνικής μελέτης στο Γάλλο Μηχανικό Λιμένων Ν. Πασκάλ, ο οποίος και σχεδίασε το λιμάνι στη σημερινή του θέση.Την κατασκευή του σπουδαίου αυτού έργου υποδομής για την Καλαμάτα ανέλαβε ο εργολάβος Μάτσας. Ο όλος σχεδιασμός και η εκτέλεση του έργου εντάσσονται στη γενικότερη προσπάθεια οικονομικής ανάπτυξης των λιμένων της χώρας που ξεκίνησε επί Οθωνα και ολοκληρώθηκε την εποχή του Τρικούπη. Ο θεμέλιος λίθος τέθηκε το 1882. Το 1896 τα λιμενικά έργα (αντιβραχίονας,κρηπιδώματα κ.ά.) δεν είχαν ολοκληρωθεί. Γι' αυτό ο εργολάβος δημοσίων έργων Λουδοβίκος Πετιμερμέ ανέλαβε την κατασκευή του αντιβραχίονα μήκους 180 μ., την προέκταση του λιμενοβραχίονα (μόλου) κατά 200 μ., την κατασκευή κρηπιδωμάτων (του παραλιακού, του μόλου και του αρκτικού κρηπιδώματος της δεξαμενής), την εκβάθυνση της δεξαμενής και του λιμανιού μέχρι βάθους 7 μ. κάτω από τη μέση στάθμη της θάλασσας, την κατασκευήτριπλών κλιμάκων και την τοποθέτηση στύλων πρόσδεσης από χυτοσίδηρο, δεστρών και ναύδητων (σημαδούρων). Για την κατασκευή των λιμενικώνέργων χρησιμοποιήθηκαν πετρώματα από τα λατομεία στις όχθες του Νέδοντα. Το έργο αποπερατώθηκε το 1901.
Εκτοτε, η εμπορική ανάπτυξη του λιμανιού πραγματοποιήθηκε με γοργούς ρυθμούς. Τα παραδοσιακά αγροτικά προϊόντα του μεσσηνιακού κάμπου (σύκα, σταφίδα, κουκούλια κ.ά) εξάγονταν απ' ευθείας, είτε μέσω Πάτρας σε όλα τα σημαντικά εμπορικά κέντρα της εποχής, όπως Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Τεργέστη, Μασσαλία κ.ά.
Ταυτόχρονα όμως αναπτύχθηκαν και οι εισαγωγές πρώτων υλών και βιομηχανικών προϊόντων. Στις αρχές του 1900 η Καλαμάτα αποτελούσε το πέμπτο, κατά σειρά σπουδαιότητας, λιμάνι της χώρας μετά τον Πειραιά, το Κατάκολο, την Πάτρα και τη Σύρο. Από τις αρχές του 1900 μέχρι το 1930 η κίνηση αυξήθηκε και για τον πρόσθετο λόγο ότι το λιμάνι εξυπηρετούσε τη μετανάστευση προς την Αμερική, που ταλάνισε ολόκληρη τη χώρα και κυρίως την Πελοπόννησο (Αρκαδία, Λακωνία, Μεσσηνία). Υπολογίζεται ότι την περίοδο 1901-1910 μετανάστευσαν 3.393 άτομα από την επαρχία Καλαμάτας. Ομως, μετά τον πόλεμο, η έναρξη της αποβιομηχάνισης της πόλης σήμανε και την απαρχή της αντίστροφης μέτρησης για την εμπορική κίνηση του λιμανιού".
Η ΠΑΛΙΑ ΝΤΟΥΑΝΑ
Με επίκεντρο το Τελωνείο που βρισκόταν στην περιοχή της Ανάληψης, αναπτύχθηκε σταδιακά γύρω από αυτή ουσιαστικά η πρώτη βιομηχανική περιοχή της Καλαμάτας, λείψανα της οποίας διασώζονται μέχρι σήμερα, Οπως σημειώνεται στο λεύκωμα: "Ο πρώτος οικισμός που αναπτύχθηκε στην Παραλία ήταν στην περιοχή της Ανάληψης. Εδώ υπήρχε ανέκαθεν το τελωνείο, εξ ου και η ονομασία παλαιά Ντουάνα, από την ενετική λέξη dogana. Την περίοδο της τουρκοκρατίας το τελωνείο βρισκόταν νοτιοδυτικά του σημερινού ναού της Ανάληψης, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε βέβαια στην ίδια περιοχή αλλά σε άλλη θέση (νοτιοανατολικά του ναού). Γύρω από αυτό λειτουργούσαν μαγαζιά, αποθήκες, η αλαταποθήκη κ.ά. Τόση μάλιστα ήταν η κίνηση ώστε δεν άργησε να δημιουργηθεί η ανάγκη κατασκευής εκκλησίας στην περιοχή, γύρω από την οποία διαμορφώθηκε σταδιακά η πλατεία.
Σε μικρή ακτίνα από τη διαμορφούμενη πλατεία υπήρχαν πολλές βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες. Αρχικά πλάι στις εκβολές του Νέδοντα λειτουργούσαν πολλά βυρσοδεψεία, όπως των Μαραβά, Σκοπέτου, Μαστοράκου, Μαμαλούκα κ.ά. Για το λόγο αυτό, ο οικισμός της δυτικής Παραλίας είναι γνωστός και ως Ταμπάκικα ή Ταμπακέικα. Από το 1898 και ύστερα προστέθηκε (βορειοδυτικά της πλατείας) και το σαπωνοποιείο Π. Λιναρδάκη. Στις αρχές του 1900 στην ευρύτερη περιοχή, λίγο βορειότερα, ιδρύθηκε το εργοστάσιο οίνων και οινοπνευμάτων του Ζαν και Ρως. Το 1926, μετά τη μαζική άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων (1922), ιδρύθηκε (ανατολικά του ναού) η αλευροβιομηχανία Ευαγγελίστρια, σηματοδοτώντας μια νέα περίοδο για την περιοχή και την πόλη ολόκληρη.*
Ανατολικότερα του ναού της Ανάληψης και της ομώνυμης πλατείας δημιουργήθηκε η γνωστή σήμερα πλατεία Τελωνείου. Η διαμόρφωσή της συναρτήθηκε, ως ένα βαθμό, με την τιθάσευση των εκβολών του Νέδοντα, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα νερά του ποταμού έφθαναν 2-3 τετράγωνα δυτικά της σημερινής οδού Φαρών, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της Παραλίας του 1868. Αμεση σχέση βέβαια είχε με την κατασκευή της "δεξαμενής" του λιμανιού. Στο "αρκτικό της κρηπίδωμα" σχηματίστηκε η συγκεκριμένη πλατεία, η οποία αρχικά ονομαζόταν πλατεία "Δεξαμενής". Ομως, μετά την κατασκευή του κτηριακού συγκροτήματος τελωνείου και λιμεναρχείου, το 1911, ονομάστηκε πλατεία Τελωνείου. Ο χαρακτήρας της ήταν κυρίως εμπορικός, με ένα πλήθος κόσμου από φορτοεκφορτωτές, εργάτες, εμπόρους, κ.ά. να κινείται καθημερινά εδώ, στη δυτική προκυμαία του λιμανιού".
Η ΝΕΑ ΝΤΟΥΑΝΑ
Στην προοπτική κατασκευής του λιμανιού, η περιοχή οικοδομήθηκε και στην ανατολική πλευρά του ποταμού για να αποτελέσει στη συνέχεια και σε αντιδιαστολή με τη "βιομηχανική" περιοχή της Ανάληψης, μια ζώνη αναψυχής για πολλούς μήνες: "Η ανατολική προκυμαία άρχισε να αποκτά σημασία μετά το 1860, με την ίδρυση του νέου οικισμού υπό την επωνυμία Νέαι Καλάμαι, σε αντιδιαστολή προς την παλιά πάνω πόλη. Απόδειξη ότι εδώ, στο τέρμα της σημερινής οδού Φαρών, λειτούργησε το τελωνείο από το 1863 και μέχρι το 1899, εξ ου και η άτυπη επωνυμία Νέα Ντουάνα, σε αντιδιαστολή προς την Παλαιά πλέον Ντουάνα της δυτικής Παραλίας. Το χαρακτηριστικό της ανατολικής προκυμαίας είναι ότι ο χώρος αυτός εξελίχθηκε και σε χώρο αναψυχής για τους Καλαματιανούς -εκτός από χώρο οικονομικών δραστηριοτήτων- ιδιαίτερα κατά την άνοιξη και τους καλοκαιρινούς μήνες".
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Παράλληλα με αυτή τη διαδικασία άρχισαν οι προσπάθειες σύνδεσης της πόλης με την παραλιακή ζώνη. Η έναρξη των έργων εκβάθυνσης του Νέδοντα άφησε ζωτικό χώρο για να ξεκινήσει το 1871 η κατασκευή της οδού Παραλίας (μετέπειτα Αριστομένους) που ολοκληρώθηκε μετά από χρόνια. Στη συνέχεια κατασκευάστηκαν η δημοτική οδός Καλαμάτας-Παραλίας (η σημερινή Φαρών) το 1893 και ο οδός Αντιβραχίονος (σημερινή Ακρίτα) το 1906. Αλλά η σύνδεση έγινε πλέον και σιδηροδρομική με την ολοκλήρωση του δικτύου στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς κατασκευάστηκε και ο σταθμός της Παραλίας (στο σημερινό Πάρκο).
Η παραλιακή ζώνη συνέχισε να αποτελεί μια υποβαθμισμένη περιοχή αφού δεν είχαν γίνει έργα εξυγίανσης και ήταν γεμάτη λίμνες και έλη. Ετσι έγινε χώρος υποδοχής των προσφύγων που έφθασαν το 1914 από τη Μικρά Ασία (Ανάληψη και Κορδίας) και το 1923 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (Νικηταράς). Η ζωή βεβαίως πήρε… εκδίκηση τις τελευταίες δεκαετίες και οι περιοχές αυτές έγιναν περιζήτητες. Αυτή είναι και η αξία της ιστορίας και της αναφοράς σε αυτή.
Οι επιχειρήσεις Λιναρδάκη (πυρηνελαιουργείο, σαπωνοποιία και παγοποιείο) βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή που έχει κατασκευαστεί το 1ο Λύκειο. Το παγοποιείο σωζόταν μέχρι την κατασκευή του σχολείου. Η βιομηχανία Οίνων και Οινοπνευμάτων ήταν στην ανατολική πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής σε μια μεγάλη έκταση και το τελευταίο κτήριο υπήρχε μέχρι και την περίοδο των σεισμών στη συμβολή Ομήρου και Αριστομένους.
* Σημειώσεις: Κάπου κοντά στην Ανάληψη υπήρχε ένα παλιό βυρσοδεψείο που αγοράστηκε παλαιότερα από το δήμο για να διατηρηθεί.
[Ηλίας Μπιτσάνης εφημερίδα ¨Ελευθερία" Μεσσηνίας]
ΙΚΛΑΙΝΑ: Η παλαιότεη ευρωπαϊκή επιγραφή
Γραφή σε πήλινη πινακίδα, που βρέθηκε το προπερασμένο καλοκαίρι στην Ίκλαινα της Μεσσηνίας, είναι το αρχαιότερο γνωστό αποκρυπτογραφημένο κείμενο στην Ευρώπη, σύμφωνα με μελέτες.
Η είδηση δημοσιεύτηκε στις 30 Μαρτίου 2011 στο περιοδικό «National Geographic», το οποίο αναφέρει ότι, κατά τους ερευνητές, η πινακίδα διασώθηκε από καθαρή τύχη όταν ένας σωρός σκουπιδιών έπιασε φωτιά πριν από 3.500 χρόνια. Η πινακίδα, που βρέθηκε σε ελαιώνα στο χωριό Ίκλαινα, 14 χλμ. βορειοανατολικά της Πύλου, είναι μυκηναϊκή και χρονολογείται μεταξύ 1450 και 1350 π.Χ.
Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Μισσούρι-ST Louis και επικεφαλής των ανασκαφών στην περιοχή, Μιχαήλ Κοσμόπουλο, οι μέχρι τώρα έρευνες έχουν φέρει στο φως ενδείξεις ενός πρώιμου μυκηναϊκού ανακτόρου, γιγάντιους αναλημματικούς τοίχους, τοιχογραφίες και ένα ιδιαίτερα εξελιγμένο αποχετευτικό σύστημα. Το πιο εντυπωσιακό όλων όμως είναι η πινακίδα.Το περιοδικό αναφέρει κι άλλες δηλώσεις του καθηγητή, σύμφωνα με τον οποίον η πινακίδα δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί μέχρι σήμερα οι αρχαιολόγοι δεν θεωρούσαν ότι μυκηναϊκές πινακίδες είχαν κατασκευαστεί τόσο νωρίς και δεύτερον επειδή όσες έχουν βρεθεί ήταν μόνο σε μερικά πολύ σημαντικά ανάκτορα, όπως οι Μυκήνες, ο προκάτοχος του σημερινού ρεκόρ.
Στην Ίκλαινα υπήρχε ανάκτορο κατά την πρώιμη μυκηναϊκή περίοδο, ωστόσο την εποχή που φτιάχτηκε η πινακίδα, ο οικισμός ήταν ένας απλός δορυφόρος της πόλης της Πύλου, έδρας του βασιλιά Νέστορα.
Το θραύσμα της πινακίδας έχει περίπου 2,5 εκ. ύψος και 4 εκ. πλάτος και τα σημεία που έχουν χαραχθεί αποτελούν πρώιμο δείγμα της Γραμμικής Β, γραφής που χρησιμοποιήθηκε κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο (17ος έως 13ος αι. π.Χ.) και αφορούσε κυρίως οικονομικά και λογιστικά θέματα της άρχουσας τάξης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η πινακίδα της Ίκλαινας περιλαμβάνει από τη μια πλευρά τον σχηματισμό ρήματος που σχετίζεται με την κατασκευή και από την άλλη ονόματα και αριθμούς, που πιθανότατα αντιστοιχούν σε κάποιον κατάλογο ιδιοκτησίας.
«Πινακίδες τέτοιου τύπου δεν ψήνονταν, μόνο στεγνώνονταν στον ήλιο και γι’ αυτό τον λόγο ήταν πολύ εύθραυστες», δήλωσε ο κ. Κοσμόπουλος. «Προφανώς την εποχή εκείνη κάποιος πέταξε την πινακίδα σε κάποιο λάκκο και ύστερα έκαψε τα σκουπίδια του. Μετά η φωτιά τη σκλήρυνε και τη διατήρησε», κατέληξε.
Σύμφωνα με την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, η έρευνα της Ίκλαινας άρχισε το 1999 ως επιφανειακή και διήρκεσε το 2006. Το 2008 ξεκίνησε ως συστηματική ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας υπό τη διεύθυνση του κ. Μιχαήλ Κοσμόπουλου με εξαίρετα αποτελέσματα τριών ανασκαφικών περιόδων (2008-2010), τα οποία έχουν δημοσιευτεί στους τόμους των ετών 2008, 2009 και 2010 του ετήσιου περιοδικού «Το 'Εργον της Αρχαιολογικής Εταιρείας».