O Γιάννης Καλπούζος κατάγεται από το χωριό Μελάτες της Άρτας, αλλά από το 1983 είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα χρονολογείται από το 2000. Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, πολλά εκ των οποίων ιστορικά, καθώς και δύο ποιητικές συλλογές. Πολλά από τα έργα του έχουν βραβευτεί και έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες ή διασκευαστεί από τον ίδιο ως εφηβικά αναγνώσματα. Αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά κάποια βραβευμένα έργα του: Ιμαρέτ, στη σκιά του ρολογιού ( Ψυχογιός, 2015), Άγιοι και Δαίμονες εις την Πόλιν (Ψυχογιός, 2015), Σέρρα (Ψυχογιός, 2016), Κάποιοι δεν ξεχνούν ποτέ (Ψυχογιός, 2017), Ποίηση 2000-2017 (Ψυχογιός, 2017), Γινάτι (Ψυχογιός, 2018), Ουρανόπετρα (Ψυχογιός, 2019), Εράν: Βυζαντινά αμαρτήματα (Ψυχογιός, 2020). Αυτή τη φορά ο Γιάννης Καλπούζος επιλέγει να μας ταξιδέψει στην Ελλάδα της Επανάστασης του 1821 με το νέο του βιβλίο Ραγιάς Μέρες και νύχτες του 1821, το οποίο κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 2021 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Μας διηγείται την αληθινή και όχι την ωραιοποιημένη εκδοχή της Ελληνικής Επανάστασης, μέσα από την προσωπική και περιπετειώδη ιστορία του Αγγελή, ενός άσημου αγωνιστή του ’21. Για το τελευταίο του πόνημα, αλλά και για το 1821 και το ιστορικό μυθιστόρημα ως είδος, μας μίλησε στο Literature. Τον ευχαριστούμε θερμά για την εξαιρετική συνέντευξη που μας παραχώρησε. Λεύκη Σαραντινού, 12.07.2021
Ήταν για σας συνειδητή η επιλογή της συγγραφής ενός βιβλίου για το 1821 λόγω των εορτασμών για την επέτειο των διακοσίων χρόνων από την Παλιγγενεσία ή ήταν κάτι το οποίο πάντοτε υπήρχε μέσα στα συγγραφικά σας σχέδια;
Ήθελα να ασχοληθώ με την εποχή του Εικοσιένα στον Ελλαδικό χώρο αφότου έγραψα το «Άγιοι και δαίμονες» το 2011, μια και εκείνο το βιβλίο διαδραματιζόταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη περίπου τα ίδια χρόνια και υπήρχαν μόνο λίγες σκηνές στον Μοριά. Εξάλλου το βιβλίο ήταν να κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 2022 και βοήθησε ο απόλυτος εγκλεισμός λόγω Covid να γραφτεί κατά έξι μήνες νωρίτερα.
Το Ραγιάς Μέρες και νύχτες του 1821 αποτελεί, εκτός από ιστορικό μυθιστόρημα, και έναν ύμνο στην ελευθερία, αφού ο Αγγελής, ο βασικός πρωταγωνιστής, δηλώνει περήφανα: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!». Πιστεύω ότι διαλέξατε αυτόν τον τίτλο ακριβώς για να τονίσετε τη διαφορά στην κατάσταση των Ελλήνων όπως ήταν ως ραγιάδες και καταπιεσμένοι πριν από την Επανάσταση και, αντιθέτως, ως πολίτες ενός ελεύθερου κράτους και κύριοι του εαυτού τους μετά την Επανάσταση. Ήταν πράγματι αυτή πρόθεσή σας για την επιλογή του τίτλου;
Η πρόθεσή μου ήταν να δω τον ραγιά προεπαναστατικά και στη συνέχεια γιατί μπήκε στην Επανάσταση και πώς αγωνίστηκε. Να φανεί ο ρόλος του, μια και οι απλοί αγωνιστές σήκωσαν το μεγάλο βάρος του ξεσηκωμού, ο οποίος έμεινε στην αφάνεια. Συγχρόνως να στείλει εκείνος ο αγωνιστής μέσα από τη δική μου πένα ένα ηχηρό μήνυμα στους σημερινούς. Γιατί το ραγιάδικο βήμα, ασφαλώς κάτω από άλλες συνθήκες και προς άλλες κατευθύνσεις, είναι εδώ. Από την αισθητική ευτέλεια που μας κατακλύζει μέχρι ότι προσβλέπουμε στα δάνεια των ξένων και δε φτάσαμε να λέμε: Θα τρώγω όσα βγάνω. Παραμένουμε και προσκολλημένοι σε αντιλήψεις που μας τις έμπηξαν στον νου και στην ψυχή μας παλαιόθεν. Όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι πολλοί θεωρούν στίγμα τον βιασμό για τη γυναίκα που τον υφίσταται. Αυτό είναι και ένα από τα πολλά θέματα που πραγματεύεται το μυθιστόρημα. Φαίνεται το ραγιάδικο βήμα μας και από την αντίδρασή μας στα τόσα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Όμως και σε ατομικό επίπεδο δε φτάσαμε σε όσα λέει σε κάποιο σημείο ο Αγγελής:
«Δε θέλεις να είσαι ραγιάς; Μάθε να λες όχι κει που πρέπει κι ας το πλερώσεις. Να βαστάς το σέβας σου, την αξιοπρέπεια…» Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ούτε η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, ούτε οποιοσδήποτε άλλος σε μένα. Να μην είμαι ραγιάς μήτε σε ξένο, μήτε σε δικό, μήτε του κορμιού, μήτε σε όσα δε συνταιριάζονται με τον λεύτερο άνθρωπο. Ραγιάς σε τίποτα!»
Κίνητρο του Αγγελή για να συμμετάσχει στην Επανάσταση ήταν η οργή την οποία ένιωθε εξαιτίας των αδικιών που είχε υποστεί από τους Τούρκους. Η ίδια αυτή οργή που ένιωθαν οι περισσότεροι Έλληνες ενάντια στους Τούρκους πιστεύετε ότι ήταν το βασικό κίνητρο για τον ξεσηκωμό τους το 1821;
Ήταν μια βασική πτυχή του κινήτρου που οδήγησε στον ξεσηκωμό, αλλά όχι μόνο αυτή. Στο μυθιστόρημα φαίνεται ξεκάθαρα ότι πολλοί προσδοκούσαν στο μοίρασμα των χωραφιών και των περιουσιών τόσο των Τούρκων όσο και των κοτζαμπάσηδων. Αναφέρονται και οι τρεις απόπειρες που έλαβαν χώρα τότε να σκοτώσουν τους κοτζαμπάσηδες. Κοντολογίς δεν ήταν καθόλου αμελητέο το κοινωνικό κίνητρο. Δεν μπορούμε βεβαίως να χρησιμοποιήσουμε σημερινούς όρους όπως η ταξική διεκδίκηση, όμως επί της ουσίας περί αυτού επρόκειτο κι ας ήταν όλα συγκεχυμένα στον νου των ανθρώπων εκείνων και κινούνταν μέσα σε μια χαώδη κατάσταση. Θέλω να πω ότι αποτέλεσε σημαντικότατο κίνητρο η λαχτάρα να ζήσουν ανθρώπινα. Δεν τους ανήκε τίποτα, δεν έλεγχαν στοιχειωδώς τη ζωή τους, τους τσαλαπατούσαν το όνειρο, αδυνατούσαν να προστατέψουν όσους αγαπούσαν, τους καταδυνάστευε ο πόνος και η ανημπόρια, τους έπνιγαν την ανάσα. Ήταν αγράμματοι άνθρωποι, ο κόσμος τους περιοριζόταν στο χωριό τους και στην ήλιο με ήλιο εργασία και αφήνονταν στην πρόνοια του Θεού. Τα μηνύματα των Φιλικών έδωσαν την ελπίδα για λιγότερη αδικία, να τους αντιμετωπίζουν οι ισχυροί ανθρωπινά, να γίνει υποφερτή η ζωή τους. Η θυσία, η ελευθερία, ο φόβος, ο ενθουσιασμός, όλα ήταν ανάκατα και νεφελώδη στον νου και στην ψυχή τους. Όμως ρίχτηκαν σε αυτόν τον μεγαλειώδη αγώνα κι ας μην είναι τόσο ευδιάκριτα τα κίνητρα.
Η κληρονομιά της οθωμανοκρατίας στον ελληνικό χώρο αποτιμάται συνήθως ως αρνητική. Μας άφησε εντέλει και τίποτε καλό αυτή η περίοδος κατά την προσωπική σας άποψη;
Οι Οθωμανοί εν πολλοίς αντέγραψαν και συνέχισαν την κοινωνική, την πολιτική και εν μέρει την πολιτιστική ζωή των Βυζαντινών υπό το καθεστώς μιας άλλης θρησκείας και την υποδούλωση των χριστιανών, αν και με την παροχή προνομίων στον Πατριάρχη και σε αλλόθρησκους τοπικούς άρχοντες προκείμενου να είναι σε θέση να διοικήσουν την αχανή αυτοκρατορία. Έτσι στο κομμάτι της αυτοδιοίκησης και στον θεσμό της Κοινότητας, γύρω από την οποία συσπειρώθηκαν οι Έλληνες, βλέπει κανείς ότι διασφαλίστηκε η συνοχή του γένους. Ασφαλώς και με τη συνδρομή της θρησκείας. Αυτό θα έλεγα ότι συγκαταλέγεται στα καλά των Οθωμανών. Συνάμα, και πάλι από την ανάγκη των Οθωμανών να υπάρχουν οι ραγιάδες να τους υπηρετούν και να πληρώνουν φόρους, δεν προχώρησαν σε γενικό αναγκαστικό εξισλαμισμό. Κοντολογίς συνέβαλαν στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκείας, ασχέτως από τους λόγους που υπαγόρευαν τις αποφάσεις τους. Εκτιμώ ότι δε θα συνέβαινε το ίδιο εάν κατακτητής του πνέοντος τα λοίσθια Βυζαντίου ήταν οι Δυτικοί. Το παράδειγμα των Ιταλών που προσπάθησαν να εξιταλίσουν τα Δωδεκάνησα με την κατάργηση όλων των ελληνικών σχολείων το 1936 και με άλλες ενέργειες πρωτύτερα είναι χαρακτηριστικό. Πέραν αυτών καταχωρώ στα θετικά των Οθωμανών τη ζύμωση της λαϊκής σοφίας, τα μηνύματα που πηγάζουν από φιλανθρωπικά ιδρύματα όπως τα ιμαρέτ, τα μπολιάσματα της μουσικής με ηχοχρώματα της Ανατολής, τα πανέμορφα πέτρινα τοξωτά γιοφύρια, παρότι έχουν τις ρίζες τους στον καιρό των Βυζαντινών και των Ρωμαίων, και τα σημαντικά δείγματα αρχιτεκτονικής, ανεξαρτήτως εάν κυρίως πρόκειται για τεμένη.
Οι πόλεις της απελευθερωμένης Ελλάδας ελάχιστα διέφεραν από την εικόνα που παρουσίαζαν στην τουρκοκρατία. Το ίδιο και οι άνθρωποι ως έναν βαθμό, αφού, αν εξαιρέσουμε τον τομέα της θρησκείας, και οι Έλληνες είχαν υιοθετήσει πολλές από τις οθωμανικές συνήθειες στην καθημερινότητά τους. Για πολλούς Ευρωπαίους μάλιστα, Έλληνες και Τούρκοι μοιάζουν πολύ ως λαοί ακόμη και σήμερα. Ποια πιστεύετε εσείς ότι είναι η αλήθεια; Έχουμε τελικά περισσότερα κοινά ή διαφορές με τους γείτονές μας;
Ανοίγετε ένα τεράστιο ζήτημα το οποίο ξεκινά από το ποιοι είναι οι σημερινοί ή και οι παλαιότεροι Τούρκοι. Όπως έγραφα και στο «Άγιοι και δαίμονες» οι φερόμενοι ως Τούρκοι, ακόμη και την εποχή του 1800, ήταν ιγντίς, δηλαδή μιγάδες. Απόγονοι επιγαμιών ή εξισλαμισμένων χριστιανών, Ελλήνων και πλήθος άλλων φιλών, που ζούσαν στη Μικρά Ασία, στον Πόντο και στον Ελλαδικό χώρο. Μέχρι το 1821 στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα, αλλά και μέχρι το 1812-13 στην Ήπειρο ή το 1823-1824 στην Κρήτη οι φερόμενοι ως Τούρκοι μιλούσαν ελληνικά. Γιατί ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες, οι οποίοι με την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταφέρθηκαν στα εδάφη της σημερινής Τουρκίας. Κατά συνέπεια ως προς τις συμπεριφορές τις νοοτροπίες και εν γένει στον τρόπο ζωής σαφέστατα και έχουμε πάρα πολλά κοινά. Ακόμη και από το γεγονός ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι σχεδόν ταυτόσημη στις δυο θρησκείες, όπως και στην Ιουδαϊκή. Άλλωστε οι λαοί πάντα έβρισκαν εκείνους τους κώδικες που οδηγούν στη συνύπαρξη. Οι διαφορές αναφύονταν πρωτίστως από τα οικονομικά συμφέροντα και την πολιτική, ή και από τις φιλοδοξίες των εκάστοτε ηγετών, και ως όργανο αυτών χρησιμοποιούσαν τις θρησκείες, χωρίς να υποβαθμίζω τον ρόλο των φανατικών εκφραστών τους.
Θα μας πείτε δυο λόγια για τις πηγές που χρησιμοποιήσατε για τη συγγραφή του Ραγιάς Μέρες και νύχτες του 1821; Παρόλο που δεν αναγράφεται στο εξώφυλλο ως ιστορικό μυθιστόρημα και απουσιάζει η βιβλιογραφία, είναι ολοφάνερο ότι μελετήσατε αρκετά για να το γράψετε.
Ασχολούμαι τουλάχιστον επί δύο δεκαετίες με τη μελέτη της εποχής του Εικοσιένα. Ασχολήθηκα πιο επισταμένα κι όταν έγραφα το «Άγιοι και δαίμονες-Εις ταν Πόλιν» και πλέον τώρα επί ενάμιση χρόνο. Μελέτησα όλους τους περιηγητές που πέρασαν τα χρόνια 1800-1830 από τον Ελλαδικό χώρο και όχι μόνο, μέχρι όλα τα απομνημονεύματα Ελλήνων και ξένων της εποχής εκείνης. Από εμπορικά ή οθωμανικά λεξικά του 1815 μέχρι βιβλία για την ενδυμασία, τα όπλα, τις μεταφορές, την αρχιτεκτονική, το εμπόριο, τα νομίσματα, την παιδεία, τον καλλωπισμό, τα φαγητά και τα ποτά, τα τοπωνύμια, τα πλοία, τα έθιμα, τα φάρμακα, τη γεωργία και την ιατρική, αλλά κατέφυγα και σε γκραβούρες, πίνακες, τραγούδια, παροιμίες, επιστολές, χάρτες, επισκέψεις σε μουσεία και μοναστήρια και όπου μπορούσα να αντλήσω την ελάχιστη πληροφορία. Επίσης στα Αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας και σε πάμπολλα ιστορικά βιβλία και μελέτες.
Στο πανεπιστήμιο μας προέτρεπαν να διαβάζουμε ιστορικά μυθιστορήματα διότι αυτά μας έλεγαν ότι απεικονίζουν καλύτερα από την ίδια την Ιστορία την καθημερινή ζωή σε παλαιότερες εποχές. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Διαβάζετε εσείς ιστορικό μυθιστόρημα; Αν ναι, πείτε μας δυο λόγια για κάποια αγαπημένα σας ιστορικά μυθιστορήματα.
Το καλό ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο κτίζεται πάνω σε όσο γίνεται πιο ακριβές υπόστρωμα ύστερα από εξαντλητική έρευνα, μας μεταφέρει σε εποχές που δεν υπάρχουν πια και μας βοηθά να τις κατανοήσουμε, να τις ζήσουμε παραστατικά και να είμαστε σε θέση να κρίνουμε και να αναλύσουμε με βάση όσα ίσχυαν τότε κι όχι με τον τρόπο που σκεφτόμαστε σήμερα ή με την πρόσληψη που έχουμε για τον κόσμο. Να μην προβάλουμε, δηλαδή, το σήμερα στο χθες. Γινόμαστε κομμάτι της εκάστοτε εποχής, συμπορευόμαστε με τους μυθοπλαστικούς ήρωες και αισθανόμαστε σαν να ζούσαμε τότε. Ασφαλώς και διαβάζω ιστορικά μυθιστορήματα. Ποια να πρωτοαναφέρω… Τον Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου του Καραγάτση, το Μαυρόλυκοι του Πετσάλη-Διομήδη, τα Πριμαρόλια της Κακούρη, το Αναζήτηση του Θέμελη, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου της Δέλτα, τα Ματωμένα χώματα της Σωτηρίου….και πόσα άλλα… όλα είναι αγαπημένα και όλα με μετέφεραν με τον τρόπο τους σε αλλοτινές αποχές και με βοήθησαν να τις κατανοήσω.
Κατά τη συγγραφή ενός ιστορικού μυθιστορήματος δυσκολεύει τον συγγραφέα η παράλληλη με τη συγγραφή μελέτη των πηγών και οι περιορισμοί που θέτουν τα ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο πιστεύω από προσωπική μου εμπειρία ότι εξίσου δύσκολο-αν όχι και δυσκολότερο-είναι το να γράφει κανείς τους διαλόγους στη γλώσσα της εποχής. Εσείς σε αυτό σας το πόνημα γράψατε όχι μόνο τους διαλόγους στη λαϊκή διάλεκτο της εποχής, με πολλές τουρκικές λέξεις συνάμα, αλλά και όλο το κυρίως σώμα του κειμένου ως αφηγητής. Ήταν αυτό κάτι το οποίο σας δυσκόλεψε περισσότερο από τη μελέτη της Ιστορίας;
Επί της ουσίας πρόκειται για λογοτεχνική γλώσσα με μπολιάσματα και ζυμώματα από τη ρωμαίικη γλώσσα, η οποία ήταν ίδια από την Κωνσταντινούπολη έως την Κρήτη και από την Κύπρο έως την Ήπειρο ασχέτως της προφορικής εκφοράς του λόγου και τους τοπικούς ιδιωματισμούς, και λέξεις της εκάστοτε ντοπιολαλιάς. Γίνεται εξαντλητική δουλειά στον εν λόγω τομέα, με κοπιώδη επιλογή λέξεων οι οποίες είναι δυνατόν να κατανοηθούν σήμερα και συνάμα προσθέτουν στο ανθρωπογεωγραφικό μωσαϊκό της εποχής, προκειμένου να πεισθεί ο αναγνώστης, να νομίζει ότι έτσι μιλούσαν οι άνθρωποι τότε, ενώ συγχρόνως να επιτυγχάνεται η αναγνωστική ευφορία. Αυτά μας τα έχει μάθει ο Τσέχοφ προ πολλού, αν και κάθε συγγραφέας διαμορφώνει το ύφος του και υφαίνει τη γλώσσα με τα δικά του στημόνια, τα γνέματα και τον αργαλειό. Μεγάλο όπλο μου αποτέλεσε το γεγονός ότι έζησα τα παιδικά μου χρόνια στο μικρό και απομονωμένο χωριό μου, στις Μελάτες της Άρτας, όπου περίπου σε αυτή τη γλώσσα πρωτομίλησα. Βεβαίως μελέτησα και πάμπολλα κείμενα: από επιστολές μέχρι προικοσύμφωνα και φυσικά τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη ειδικά για τη γλώσσα. Σε κάθε περίπτωση ξεκίνησα να ξεδιπλώνω τη μυθοπλασία μου μόνο όταν κατέληξα, ύστερα από επίμονη προσπάθεια και πολλούς πειραματισμούς, στη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσω. Αυτό συμβαίνει σε κάθε μυθιστόρημα μου. Εάν δεν βρω τη γλώσσα, δεν προχωρώ στη γραφή.
Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά σας έχουν σχέση με την Ιστορία του ελληνισμού και ιδίως εκείνη του 20ου αιώνα. Διαβάζετε Ιστορία γενικά στον ελεύθερο χρόνο σας; Ποιες είναι οι αγαπημένοι σας ιστορικές περίοδοι για τις οποίες ίσως και να γράφατε κάτι στο μέλλον;
Διαβάζω και με ενδιαφέρει η Ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων, χωρίς να έχω κάποια αγαπημένη εποχή. Το «ἐρᾶν-Βυζαντινά αμαρτήματα» διαδραματιζόταν τον καιρό της Εικονομαχίας, 8ος αιώνας μ.Χ. Το «Ουρανόπετρα-Όπου πατώ είναι δικός μου δρόμος» ξεκινά επί Ενετοκρατίας στην Κύπρο και μεταπηδά από το ένα τρίτο του βιβλίου τρεις αιώνες αργότερα επί Αγγλοκρατίας. Η πατρίδα της ψυχής μου είναι βαθιά ελληνική και ανατρέχω σε όποια χρονική περίοδο του Ελληνισμού μπορεί να υποστηρίξει τη θεματολογία που βάζω κάθε φορά στόχο να διαπραγματευτώ. Οι νεότερες εποχές προσφέρονται περισσότερο και από την άποψη ότι είναι πιο προσεγγίσιμες ως προς την ανάπλασή τους. Εννοώ τις πληροφορίες που μπορώ να αντλήσω για την καθημερινή ζωή. Πέραν αυτών στρέφομαι κυρίως στους δύο τελευταίους αιώνες καθώς είναι πιο εμφανή πάνω μας όσα μας γαλούχησαν μέσω της προφορικής διδαχής από γενεά σε γενεά ακόμη κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Το Ραγιάς Μέρες και νύχτες του 1821 περιέχει την σκοτεινή-αληθινή και όχι την ωραιοποιημένη εκδοχή του 1821. Αναφέρει όλες τις βιαιοπραγίες που διέπραξαν και οι Έλληνες –και όχι μόνο οι Τούρκοι-, αναδεικνύει τη βαρβαρότητα της εποχής, καθώς και τις εμφύλιες διενέξεις και τα πάθη των Ελλήνων. Πιστεύετε ότι θα έπρεπε να διδάσκεται αυτή η εκδοχή της Ιστορίας του ’21 στα σχολεία μας; Μήπως ήρθε η ώρα να δώσουμε ένα τέλος στο μύθευμα του ’21 επί τη ευκαιρία της φετινής επετείου;
Είναι πεποίθησή μου ότι το ψέμα έχει κοντά ποδάρια κι ότι τίποτε δεν έχουμε να φοβηθούμε από την αλήθεια. Απεναντίας έχουμε πολλά να ωφεληθούμε. Για παράδειγμα φανερώνοντας την ανθρώπινη υπόσταση και τις αδυναμίες των οπλαρχηγών και εν γένει των αγωνιστών του Εικοσιένα γίνονται πιο οικείοι, πιο απτοί, πιο γήινοι κι έτσι μπορούν να λειτουργήσουν ως παράδειγμα για όσα πέτυχαν. Να κατανοήσουμε ότι δεν διέθεταν υπερφυσικές δυνάμεις, ότι δε γεννήθηκαν αντρειωμένοι και ήρωες. Αφού τα κατάφεραν εκείνοι με τόσα κουσούρια, μπορούμε όλοι μας. Αυτό κατά την άποψή μου πρέπει να είναι και το μέγα μήνυμα. Τα μυθεύματα, η ωραιοποίηση και η εξιδανίκευση συσκοτίζουν και απομακρύνουν τα διδάγματα που πρέπει να λάβουμε. Όμως το Εικοσιένα δε είναι μύθευμα στο σύνολό του κι ας έχει τις σκοτεινές του πτυχές. Πρόκειται για έναν μεγαλειώδη αγώνα! Κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να πολεμούσαμε σήμερα με τις Η.Π.Α. Εν κατακλείδι παραμένουμε εσαεί οφειλέτες σ’ εκείνους και γίνονται ακόμη πιο σπουδαίοι αν δούμε την Ιστορία στην πραγματική της διάσταση. Να δούμε και το αγρίμι του ανθρώπου, το οποίο κρύβεται μέσα μας και δε διαλέγει φυλή ή θρησκεία, και να αναζητήσουμε με ποιον τρόπο θα το τιθασεύσουμε.
«Το δηλητήριο ξεκινά απ’ τα χρήματα κι ακολουθούν τ’ αξιώματα. Ή και τούτα τα κυνηγούν οι περισσότεροι αποσκοπώντας στο χρήμα». Σε ποιον βαθμό θεωρείτε ότι καθόρισε η ρήση αυτή του βιβλίου σας την Ιστορία του 1821;
Έβλαψε και λάβωσε βαρύτατα τον αγώνα κατά τις εμφύλιες συρράξεις. Εάν δεν είχαν λάβει χώρα, κανένας Ιμπραήμ δε θα μπορούσε να κάνει ζάφτι τους εξεγερμένους Έλληνες. Αλλοίωσε και διαστρέβλωσε το νόημα του αγώνα στον νου των απλών αγωνιστών. Εκείνο, δε, το φοβερό μήνυμα του Κωλέττη προς τους Ρουμελιώτες και Σουλιώτες οπλαρχηγούς να ρημάξουν λαφυραγωγώντας τον Μοριά, κλυδώνισε επικίνδυνα τη συνοχή του γένους.
Ποια είναι για τον Γιάννη Καλπούζο η πιο ηρωική και η πιο ντροπιαστική στιγμή της Ιστορίας του 1821;
Δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς ούτε το ένα ούτε το άλλο και πολύ περισσότερο το πρώτο. Ωστόσο νομίζω ότι η πιο ντροπιαστική στιγμή του αγώνα ήταν τα εξήντα γυναικόπαιδα και οι γέροι που άφησαν οι Έλληνες να πεθάνουν από την πείνα και τη δίψα στο ξερονήσι Χελωνάκι απέναντι από το Νεόκαστρο του Ναβαρίνου. Κι αυτό επειδή συνέβη εν μέσω μιας οργανωμένης πολιορκίας, δεν κινδύνευαν από αυτούς και ο θάνατος επήλθε βασανιστικά αργά. Όσον αφορά την πιο ηρωική στιγμή θεωρώ τη μάχη στο νησίδιο της Κλείσοβας στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Τότε που μια φούχτα Έλληνες στραπατσάρισαν το γόητρο του Κιουταχή και του υπερόπτη Ιμπραήμ. Παρεμπιπτόντως θα αναφέρω και την πιο τραγική στιγμή. Τις χιλιάδες γυναίκες που ακολούθησαν τους βιαστές τους στην Αίγυπτο το 1828, παρότι μπορούσαν να δηλώσουν στην επιτροπή που συστάθηκε για τον σκοπό αυτό ότι θα παραμείνουν στον τόπο τους. Την απάντηση γιατί το έκαναν θα τη βρουν οι αναγνώστες στο μυθιστόρημα.